lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονεκτικός στα τσεχική

Λέξη:
πλεονεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
lukrativní, příznivý, prospěšný, rentabilní, úspěšný, vhodný, výhodný, výnosný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική πλεονεκτικός, πλεονεκτικός στα τσεχική, lukrativní στα ελληνικά
πλεονεκτικός στα τσεχική