lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πολιορκώ στα γερμανικά

Λέξη:
πολιορκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (5):
angreifen, bedrängen, bestürmen, belagern, umgeladen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πολιορκώ, πολιορκώ στα γερμανικά, angreifen στα ελληνικά
πολιορκώ στα γερμανικά