lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πολιορκώ στα ουκρανικά

Λέξη:
πολιορκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
осаджувати, оточити, оточіть, оточувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πολιορκώ, πολιορκώ στα ουκρανικά, осаджувати στα ελληνικά
πολιορκώ στα ουκρανικά