lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πολιορκώ στα ρωσικά

Λέξη:
πολιορκώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
нападать, осаждать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πολιορκώ, πολιορκώ στα ρωσικά, нападать στα ελληνικά
πολιορκώ στα ρωσικά