lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδάζω στα γερμανικά

Λέξη:
σπουδάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
abfragen, aufklären, beibringen, beobachten, durchsuchen, erforschen, forschen, fragen, instruieren, lehren, lernen, nachforschen, prüfen, studieren, suchen, unterrichten, untersuchen, überprüfen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σπουδάζω, σπουδάζω στην πυλαία, σπουδάζω στη γαλλία, σπουδάζω στα αγγλικά, σπουδάζω σημασία, σπουδάζω με υποτροφία, σπουδάζω στα γερμανικά, abfragen στα ελληνικά
σπουδάζω στα γερμανικά