lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδάζω στα δανική

Λέξη:
σπουδάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
forhøre, forske, forskning, granske, instruere, kontrollere, lære, studere, studie, undersøge, undersøgelse, undervisa, undervise
Σχετικές λέξεις:
δανική σπουδάζω, σπουδάζω στην πυλαία, σπουδάζω στη γαλλία, σπουδάζω στα αγγλικά, σπουδάζω σημασία, σπουδάζω με υποτροφία, σπουδάζω στα δανική, forhøre στα ελληνικά
σπουδάζω στα δανική