lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδάζω στα λευκορωσίας

Λέξη:
σπουδάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
даследаваць, абучаць, вучыцца, вучыць, навучацца, навучаць, научаць, учытацца
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σπουδάζω, σπουδάζω στην πυλαία, σπουδάζω στη γαλλία, σπουδάζω στα αγγλικά, σπουδάζω σημασία, σπουδάζω με υποτροφία, σπουδάζω στα λευκορωσίας, даследаваць στα ελληνικά
σπουδάζω στα λευκορωσίας