lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
σπουδάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (12):
etsiä, harkita, koulia, kouluttaa, kuulustella, lukea, opettaa, opiskella, oppia, tarkastaa, tarkastella, valistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σπουδάζω, σπουδάζω στην πυλαία, σπουδάζω στη γαλλία, σπουδάζω στα αγγλικά, σπουδάζω σημασία, σπουδάζω με υποτροφία, σπουδάζω στα φινλανδικά, etsiä στα ελληνικά
σπουδάζω στα φινλανδικά