lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδάζω στα ρωσικά

Λέξη:
σπουδάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
выучить, изучать, исследовать, обследовать, обсуждать, обучать, осматривать, преподавать, расследовать, учить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σπουδάζω, σπουδάζω στην πυλαία, σπουδάζω στη γαλλία, σπουδάζω στα αγγλικά, σπουδάζω σημασία, σπουδάζω με υποτροφία, σπουδάζω στα ρωσικά, выучить στα ελληνικά
σπουδάζω στα ρωσικά