lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντρίβω στα γερμανικά

Λέξη:
συντρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
abbrechen, brechen, hauen, ruinieren, scheitern, stranden, zerbrechen, zerschellen, zerschlagen, zerschmettern, zersplittern, zertrümmern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συντρίβω, συντρίβω στα γερμανικά, abbrechen στα ελληνικά
συντρίβω στα γερμανικά