lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντρίβω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συντρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
cascar, desbaratar, partir, rasgar, romper, quebrantar, quebrar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συντρίβω, συντρίβω στα πορτογαλικά, cascar στα ελληνικά
συντρίβω στα πορτογαλικά