lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντρίβω στα ρωσικά

Λέξη:
συντρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
взламывать, крушить, разбивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συντρίβω, συντρίβω στα ρωσικά, взламывать στα ελληνικά
συντρίβω στα ρωσικά