lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συντρίβω στα πολωνική

Λέξη:
συντρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
rozbijać, roztrzaskiwać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική συντρίβω, συντρίβω στα πολωνική, rozbijać στα ελληνικά
συντρίβω στα πολωνική