lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τουφέκι στα γερμανικά

Λέξη:
τουφέκι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
büchse, fusion, gewehr, infusion, verschmelzung, zusammenschluss, geschütz, handbüchse, flinte
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά τουφέκι, τυφέκιο fn, τουφέκι του 1821, τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι βικιπαίδεια, τουφέκι στα γερμανικά, büchse στα ελληνικά
τουφέκι στα γερμανικά