lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τουφέκι στα ρωσικά

Λέξη:
τουφέκι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
винтовка, нарезать, орудие, ружьё
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τουφέκι, τυφέκιο fn, τουφέκι του 1821, τουφέκι μάνλιχερ, τουφέκι ελεύθερους σκοπευτές, τουφέκι βικιπαίδεια, τουφέκι στα ρωσικά, винтовка στα ελληνικά
τουφέκι στα ρωσικά