lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανοποιώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ικανοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
agradar, aplacar, aquietar, contentar, executar, fartar, impregnar, saciar, satisfazer, saturar, serenar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ικανοποιώ, ικανοποιώ συνώνυμα, ικανοποιώ στα αγγλικα, ικανοποιώ μεταφραση, ικανοποιώ αγγλικα, ικανοποιώ στα πορτογαλικά, agradar στα ελληνικά
ικανοποιώ στα πορτογαλικά