lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δάγκωμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bite, sting
δάγκωμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bodnutí, brát, kousat, kousnout, kousnutí, leptat, pokousat, poštípat, píchat, píchnout, píchnutí, rozežírat, uštknout, uštknutí, štípat, štípnout
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beißen, biss, stich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bide, bitte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mordedura, morder, mordisco, picada, picadura
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dentée, mordre, morsure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abboccare, addentare, addentatura, azzannare, mordere, morso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bite, bitt, hugg, stikk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кусать, укус, укусы
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bett, hugg
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kafshoj
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haukata, puraista, purema, purra
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ujed
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csípés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mordedura, morder, mordisco, picada, picadura, rilhar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
укус
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ukąszenie

Σχετικές λέξεις

δάγκωμα σκύλου, δάγκωμα γλώσσας, δάγκωμα ονειροκρίτης, δάγκωμα γάτας, δάγκωμα χειλιών, δάγκωμα σκύλου θεραπεία, δάγκωμα φιδιού, δάγκωμα σκορπιού, δάγκωμα σκύλου ονειροκρίτης, δάγκωμα φιδιού ονειροκρίτης