lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασανσέρ στα δανική

Λέξη:
ασανσέρ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική ασανσέρ, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ τιμές, ασανσέρ σκάλας, ασανσέρ ονειροκρίτης, ασανσέρ ντουλάπας servetto, ασανσέρ στα δανική, elevator στα ελληνικά
ασανσέρ στα δανική