lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασανσέρ στα γαλλικά

Λέξη:
ασανσέρ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (8):
ascenseur, élévateur, cric, guindal, guindeau, lift, monte-charge, monte-plats
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ασανσέρ, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ τιμές, ασανσέρ σκάλας, ασανσέρ ονειροκρίτης, ασανσέρ ντουλάπας servetto, ασανσέρ στα γαλλικά, ascenseur στα ελληνικά
ασανσέρ στα γαλλικά