ασανσέρ στα αγγλικά ασανσέρ στα τσεχική ασανσέρ στα γερμανικά ασανσέρ στα δανική ασανσέρ στα ισπανικά ασανσέρ στα γαλλικά ασανσέρ στα ιταλικά ασανσέρ στα νορβηγικά ασανσέρ στα ρωσικά ασανσέρ στα αλβανικά ασανσέρ στα εσθονική ασανσέρ στα φινλανδικά ασανσέρ στα λιθουανική ασανσέρ στα πορτογαλικά ασανσέρ στα σλοβακική ασανσέρ στα ουκρανικά ασανσέρ στα πολωνική ασανσέρ στα κροατικά ασανσέρ στα ουγγρική ασανσέρ στα σουηδικά
οξύ στα σουηδικά περί στα πορτογαλικά ανθίζω στα τσεχική κρύσταλλος στα ρωσικά ανώμαλος στα πορτογαλικά
ανθίζω στα αγγλικά περί έρωτος κρύσταλλος κιτρίνης οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου