lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασανσέρ στα ουγγρική

Λέξη:
ασανσέρ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
autóemelő, felvonó, lift
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ασανσέρ, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ τιμές, ασανσέρ σκάλας, ασανσέρ ονειροκρίτης, ασανσέρ ντουλάπας servetto, ασανσέρ στα ουγγρική, autóemelő στα ελληνικά
ασανσέρ στα ουγγρική