lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασανσέρ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ασανσέρ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
ascensor, elevador
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ασανσέρ, ασανσέρ φάρσα, ασανσέρ τιμές, ασανσέρ σκάλας, ασανσέρ ονειροκρίτης, ασανσέρ ντουλάπας servetto, ασανσέρ στα πορτογαλικά, ascensor στα ελληνικά
ασανσέρ στα πορτογαλικά