lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυθεντικός στα δανική

Λέξη:
αυθεντικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
autentisk, egentlig, ekse, gedigen, genuin, ordholden, plausibel, pur, rigtig, sand, sikker, trolig, virkelig, ægte
Σχετικές λέξεις:
δανική αυθεντικός, αυθεντικός τσελεμεντές, αυθεντικός συνώνυμο, αυθεντικός μαραθώνιος, αυθεντικός ιρλανδέζικος καφές, αυθεντικός αντωνυμο, αυθεντικός στα δανική, autentisk στα ελληνικά
αυθεντικός στα δανική