lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυθεντικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
αυθεντικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
autêntico, autógrafo, castiço, certo, consumado, cumprido, efectivo, feramente, fidedigno, indubitável, justo, positivo, real, seguro, sincero, solvente, veraz, verdadeiro, verídico
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αυθεντικός, αυθεντικός τσελεμεντές, αυθεντικός συνώνυμο, αυθεντικός μαραθώνιος, αυθεντικός ιρλανδέζικος καφές, αυθεντικός αντωνυμο, αυθεντικός στα πορτογαλικά, autêntico στα ελληνικά
αυθεντικός στα πορτογαλικά