lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βότανο στα δανική

Λέξη:
βότανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
ørt, urt, vest
Σχετικές λέξεις:
δανική βότανο, βότανο του αγίου ιωάννη, βότανο ταραξάκο, βότανο μέλισσα, βότανο λουίζα, βότανο για το στομάχι, βότανο στα δανική, ørt στα ελληνικά
βότανο στα δανική