lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βότανο στα σουηδικά

Λέξη:
βότανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (2):
ört, uret
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά βότανο, βότανο του αγίου ιωάννη, βότανο ταραξάκο, βότανο μέλισσα, βότανο λουίζα, βότανο για το στομάχι, βότανο στα σουηδικά, ört στα ελληνικά
βότανο στα σουηδικά