lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βότανο στα ουκρανικά

Λέξη:
βότανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
імла, купина, мряка, трава, туман
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βότανο, βότανο του αγίου ιωάννη, βότανο ταραξάκο, βότανο μέλισσα, βότανο λουίζα, βότανο για το στομάχι, βότανο στα ουκρανικά, імла στα ελληνικά
βότανο στα ουκρανικά