lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δίνω στα δανική

Λέξη:
δίνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
betjene, blæse, forestille, gi, give, la, løslade, overføre, præsentere, servere, skåne, tilgik, tjene
Σχετικές λέξεις:
δανική δίνω, δίνω το παρών, δίνω το παρόν μου, δίνω συνώνυμα, δίνω πως κλίνεται, δίνω κλίση, δίνω στα δανική, betjene στα ελληνικά
δίνω στα δανική