lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αθώος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blameless, blamelessness, chaste, clean, faultless, guiltless, harmless, innocent, innocuous, inoffensive, noisome, unsophisticated
αθώος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cudný, nevinný, neviňátko, neškodný, panenský, čistý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
harmlos, keusch, schuldlos, ungefährlich, unschuldig, unschuldsengel, unschädlich, züchtig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
harmløs, kysk, ufarlig, uforskyldt, uskyldig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casto, cándido, inocente, inocuo, inofensivo, puro
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaste, chattemite, innocent, inoffensif, jeux, puceau, sainte-nitouche, virginal
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
casto, innocente, innocuo, inoffensivo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
harmløs, kysk, menløs, ufarlig, uforskyldt, uskyldig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безвредный, девственный, невинный, невиновный, целомудренный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
harmlös, kysk, menlös, ofarlig, oförarglig, oskadlig, oskyldig, skuldfri
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
süütu, vooruslik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harmiton, siveä, syytön
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nevin
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bűntelen, ártatlan
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
nekaltas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casto, continente, inocente, inofensivo, inócuo, puro
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nevinný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невинний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
nieszkodliwy, niewiniątko, niewinny

Σχετικές λέξεις

αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, αθώος σαν αγαπημένος, αθώος ο κώστας σακκάς, αθώος ο σώρρας για την υπόθεση των 600 δις, αθώος ή ένοχος 1989, αθώος ή ένοχος, αθώος ο σακκάς, αθώος ή ένοχος θέατρο κάππα, αθώος ο βαξεβάνης, αθώοσ ο κασιδιάρησ