lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δίπλωμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
certificate, diploma, sheepskin
δίπλωμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
atest, certifikát, diplom, osvědčení, potvrzení, průkaz, vysvědčení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diplom
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
attest, diplom, eksamensbevis, pergament
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diploma, patente, título
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brevet, certificat, diplôme, parchemin, patente
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attestato, certificato, diploma, laurea
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
attest, diplom, eksamensvitnemål, sertifikat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
диплом
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diplom, examen
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дыплом
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
diplom
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
diplomi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
diploma
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
diploma, oklevél
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
diplomas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diploma, título
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
diplom
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грамота, диплом
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dyplom

Σχετικές λέξεις

δίπλωμα οδήγησης, δίπλωμα μηχανής, δίπλωμα χαρτοπετσέτας, δίπλωμα επαγγελματικής ειδικότητας επιπέδου 4, δίπλωμα αυτοκινήτου, δίπλωμα οδήγησης κατηγορίες, δίπλωμα μηχανής 2013, δίπλωμα μηχανής κατηγορίες, δίπλωμα οδήγησης τεστ, δίπλωμα ο.ε.ε.κ