lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελέγχω στα δανική

Λέξη:
ελέγχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
beherske, efterse, forsøge, kontrol, kontrollere, mønstre, prøve, regere, revidere, styre, teste
Σχετικές λέξεις:
δανική ελέγχω, ελέγχω συνώνυμα, ελέγχω στα αγγλικα, ελέγχω προστακτική, ελέγχω κλίση, ελέγχω ελέγχεισ, ελέγχω στα δανική, beherske στα ελληνικά
ελέγχω στα δανική