lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελέγχω στα ουκρανικά

Λέξη:
ελέγχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
війніть, засвідчити, засвідчувати, калібрувати, калібруйте, контролювати, перевірити, перевірте, перевіряти, спокусити, спокусіть, спокушати, спокушувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ελέγχω, ελέγχω συνώνυμα, ελέγχω στα αγγλικα, ελέγχω προστακτική, ελέγχω κλίση, ελέγχω ελέγχεισ, ελέγχω στα ουκρανικά, війніть στα ελληνικά
ελέγχω στα ουκρανικά