lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσκευή στα τσεχική

Λέξη:
συσκευή (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (24):
aparát, instalace, instalování, nástroj, náčiní, organizace, orgán, pomůcka, potřeby, přístroj, sestava, smír, stroj, strojek, ujednání, umístění, urovnání, uspořádání, vybavení, výstroj, výzbroj, zařízení, úprava, ústrojí
Σχετικές λέξεις:
τσεχική συσκευή, συσκευή συρμάτωσης πλαισίων, συσκευή ποπ κορν, συσκευή παρακολούθησης μωρού, συσκευή μόνιμης αποτρίχωσης, συσκευή μασάζ, συσκευή στα τσεχική, aparát στα ελληνικά
συσκευή στα τσεχική