lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελέγχω στα ιταλικά

Λέξη:
ελέγχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
accertare, appurare, collaudare, controllare, esaminare, esperimentare, ispezionare, padroneggiare, provare, saggiare, sorvegliare, verificare, vigilare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ελέγχω, ελέγχω συνώνυμα, ελέγχω στα αγγλικα, ελέγχω προστακτική, ελέγχω κλίση, ελέγχω ελέγχεισ, ελέγχω στα ιταλικά, accertare στα ελληνικά
ελέγχω στα ιταλικά