lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενεργώ στα δανική

Λέξη:
ενεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
agere, akt, arbejde, fungere, gå, gøre, handle, operere, virke, skrin
Σχετικές λέξεις:
δανική ενεργώ, ενεργώ συνώνυμο, ενεργώ συνώνυμα, ενεργώ αντώνυμο, ενεργώ στα δανική, agere στα ελληνικά
ενεργώ στα δανική