lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενεργώ στα τσεχική

Λέξη:
ενεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
běžet, fungovat, jednat, konat, operovat, pokrok, postup, postupovat, pracovat, provádět, provést, působit, vykonat, vykonávat, způsobit, účinkovat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ενεργώ, ενεργώ συνώνυμο, ενεργώ συνώνυμα, ενεργώ αντώνυμο, ενεργώ στα τσεχική, běžet στα ελληνικά
ενεργώ στα τσεχική