lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενεργώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ενεργώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
actuar, agir, comportares, conduzisse, fazer, formar, funcionar, obrar, operar, proceder, trabalhar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ενεργώ, ενεργώ συνώνυμο, ενεργώ συνώνυμα, ενεργώ αντώνυμο, ενεργώ στα πορτογαλικά, actuar στα ελληνικά
ενεργώ στα πορτογαλικά