lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργαλείο στα δανική

Λέξη:
εργαλείο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
apparat, instrument, middel, redskab, værktøj
Σχετικές λέξεις:
δανική εργαλείο, εργαλείο συλλογής δεδομένων, εργαλείο καθαρισμού αρμών πλακιδίων, εργαλείο επιδιόρθωσης εισερχομένων, εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού των windows, εργαλείο στα δανική, apparat στα ελληνικά
εργαλείο στα δανική