lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργαλείο στα τσεχική

Λέξη:
εργαλείο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (8):
nástroj, pomůcka, přístroj, stroj, aparát, strojek, ústrojí, zařízení
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εργαλείο, εργαλείο συλλογής δεδομένων, εργαλείο καθαρισμού αρμών πλακιδίων, εργαλείο επιδιόρθωσης εισερχομένων, εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού των windows, εργαλείο στα τσεχική, nástroj στα ελληνικά
εργαλείο στα τσεχική