lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εργαλείο στα πορτογαλικά

Λέξη:
εργαλείο (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
artefacto, implemento, instrumento, aparato, aparelho, artificio, dispositivo, máquina
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εργαλείο, εργαλείο συλλογής δεδομένων, εργαλείο καθαρισμού αρμών πλακιδίων, εργαλείο επιδιόρθωσης εισερχομένων, εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού των windows, εργαλείο στα πορτογαλικά, artefacto στα ελληνικά
εργαλείο στα πορτογαλικά