lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανοποιώ στα δανική

Λέξη:
ικανοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
gøre, udføre, tilfredsstille, berolige
Σχετικές λέξεις:
δανική ικανοποιώ, ικανοποιώ συνώνυμα, ικανοποιώ στα αγγλικα, ικανοποιώ μεταφραση, ικανοποιώ αγγλικα, ικανοποιώ στα δανική, gøre στα ελληνικά
ικανοποιώ στα δανική