lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανοποιώ στα ρωσικά

Λέξη:
ικανοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
ублажать, угождать, насыщать, пресыщать, выполнять, исполнять, удовлетворить, удовлетворять, утолять, утолить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ικανοποιώ, ικανοποιώ συνώνυμα, ικανοποιώ στα αγγλικα, ικανοποιώ μεταφραση, ικανοποιώ αγγλικα, ικανοποιώ στα ρωσικά, ублажать στα ελληνικά
ικανοποιώ στα ρωσικά