lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανοποιώ στα ιταλικά

Λέξη:
ικανοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
accontentare, acquietare, appagare, assecondare, calmare, compiere, contentare, imbevere, impregnare, placare, saturare, saziare, smorzare, soddisfare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ικανοποιώ, ικανοποιώ συνώνυμα, ικανοποιώ στα αγγλικα, ικανοποιώ μεταφραση, ικανοποιώ αγγλικα, ικανοποιώ στα ιταλικά, accontentare στα ελληνικά
ικανοποιώ στα ιταλικά