lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανοποιώ στα ουκρανικά

Λέξη:
ικανοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (25):
вгамуйте, вдовольняти, виконати, виконувати, влаштовувати, влаштувати, вміст, відповідати, гасити, гасіть, задоволення, задовольнити, задовольняти, задовольняє, задовольніть, здійснити, здійснювати, здійсніть, зміст, насичувати, поставити, поставляти, постачання, постачати, ємність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ικανοποιώ, ικανοποιώ συνώνυμα, ικανοποιώ στα αγγλικα, ικανοποιώ μεταφραση, ικανοποιώ αγγλικα, ικανοποιώ στα ουκρανικά, вгамуйте στα ελληνικά
ικανοποιώ στα ουκρανικά