lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάνω στα δανική

Λέξη:
κάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (19):
agere, arbejde, befale, begå, beordre, bestille, by, frembringe, fremstille, fungere, gøre, handle, kommandere, lage, lave, producere, tilvirke, udføre, virke
Σχετικές λέξεις:
δανική κάνω, κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω τον κινέζο, κάνω το σταυρό μου english, κάνω συνώνυμο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω στα δανική, agere στα ελληνικά
κάνω στα δανική