lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάνω στα ρωσικά

Λέξη:
κάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
велеть, выделывать, делать, злодействовать, нарабатывать, повелеть, приказывать, производить, сделать, совершать, составлять, состроить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κάνω, κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω τον κινέζο, κάνω το σταυρό μου english, κάνω συνώνυμο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω στα ρωσικά, велеть στα ελληνικά
κάνω στα ρωσικά