lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάνω στα ουγγρική

Λέξη:
κάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
csinál, csinálni, eljár, elkészíteni, elkövet, gyártani, készíteni, megcsinál, teljesíteni, tenni, véghezvinni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κάνω, κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω τον κινέζο, κάνω το σταυρό μου english, κάνω συνώνυμο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω στα ουγγρική, csinál στα ελληνικά
κάνω στα ουγγρική