lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάνω στα πολωνική

Λέξη:
κάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (8):
czynić, dokonywać, kazać, popełniać, robić, sporządzać, wyrabiać, zrobić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κάνω, κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω τον κινέζο, κάνω το σταυρό μου english, κάνω συνώνυμο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω στα πολωνική, czynić στα ελληνικά
κάνω στα πολωνική