lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάνω στα νορβηγικά

Λέξη:
κάνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (24):
agere, arbeide, befale, begå, beordre, bestille, by, forkynne, frembringe, fremstille, fullborda, gjøra, gjøre, handle, innskjerpe, jobb, kommandere, lage, preke, skylla, tilvirke, verka, virke, yste
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κάνω, κάνω τον κόσμο ανάκατο, κάνω τον κινέζο, κάνω το σταυρό μου english, κάνω συνώνυμο, κάνω μια ευχή στίχοι, κάνω στα νορβηγικά, agere στα ελληνικά
κάνω στα νορβηγικά