lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθαρίζω στα δανική

Λέξη:
καθαρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
bone, ren, rense, rydde
Σχετικές λέξεις:
δανική καθαρίζω, καθαρίζω το φούρνο, καθαρίζω το σπίτι, καθαρίζω το σίδερο, καθαρίζω συνώνυμα, καθαρίζω σπανάκι, καθαρίζω στα δανική, bone στα ελληνικά
καθαρίζω στα δανική